10. Καὶ ἀφοῦ προσκάλεσε τὸν κόσμον τοὺς εἶπε, «Ἀκοῦτε καὶ καταλάβετε·
11. δὲν μολύνει τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνο ποὺ μπαίνει εἰς τὸ στόμα, ἀλλ᾽ ἐκεῖνο ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα μολύνει τὸν ἄνθρωπον».
12. Τότε προσῆλθαν οἱ μαθηταὶ καὶ τοῦ εἶπαν, «Ξέρεις ὅτι οἱ Φαρισαῖοι, ὅταν ἄκουσαν ὅσα εἶπες, ἐσκανδαλίσθησαν;».
13. Ἐκεῖνος δὲ ἀπεκρίθη, «Κάθε φυτὸν ποὺ δὲν ἐφύτεψεν ὁ Πατέρας μου ὁ οὐράνιος θὰ ξεριζωθῇ.
14. Ἀφῆστε τους. Εἶναι τυφλοὶ ὁδηγοὶ τυφλῶν ἀνθρώπων. Καὶ ὅταν ἕνας τυφλὸς ὁδηγῇ ἄλλον τυφλόν, θὰ πέσουν καὶ οἱ δύο σὲ λάκκο».
15. Ὁ Πέτρος τότε ἔλαβε τὸν λόγον καὶ τοῦ εἶπε, «Ἐξήγησέ μας τὴν παραβολήν».
16. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε, «Ἀκόμη καὶ σεῖς εἶσθε ἀνόητοι;
17. Δὲν καταλαβαίνετε ὅτι κάθε τι ποὺ μπαίνει εἰς τὸ στόμα, προχωρεῖ εἰς τὴν κοιλιὰ καὶ ἀποβάλλεται εἰς τὸ ἀποχωρητήριον;
18. Ἀλλ᾽ ἐκεῖνα ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα, προέρχονται ἀπὸ τὴν καρδιά, καὶ ἐκεῖνα εἶναι ποὺ μολύνουν τὸν ἄνθρωπον.
19. Ἀπὸ τὴν καρδιὰ δηλαδὴ βγαίνουν σκέψεις πονηραί, φόνοι, μοιχεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι.
20. Αὐτὰ εἶναι ποὺ μολύνουν τὸν ἄνθρωπον. Ἀλλὰ τὸ νὰ φάγῃ κανεὶς μὲ ἄπλυτα χέρια, αὐτὸ δὲν τὸν μολύνει».
21. Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκε ἀπ᾽ ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς, ἀνεχώρησε εἰς τὰ μέρη τῆς Τύρου καὶ τῆς Σιδῶνος.
22. Καὶ μιὰ γυναῖκα Χαναναία ἀπὸ τὴν περιοχὴν ἐκείνην ἐβγῆκε καὶ ἐφώναζε, «Ἐλέησέ με, Κύριε, υἱὲ τοῦ Δαυΐδ. Ἡ θυγατέρα μου βασανίζετα ἀπὸ δαιμόνιον».
23. Αὐτὸς ὅμως δὲν ἀπεκρίθη οὔτε λέξιν. Καὶ ἦλθαν οἱ μαθηταί του καὶ τοῦ ἔλεγαν, «Διῶξέ την, διότι φωνάζει ἀπὸ πίσω μας».
24. Αὐτὸς ἀπεκρίθη, «Δὲν εἶμαι σταλμένος παρὰ εἰς τὰ πρόβατα τὰ χαμένα τῆς γενεᾶς τοῦ Ἰσραήλ».
25. Αὐτὴ δὲ ἀφοῦ τὸν ἐπλησίασε, τὸν προσκυνοῦσε καὶ ἔλεγε, «Κύριε, βοήθησέ με».
26. Ἐκεῖνος τῆς ἀπεκρίθη, «Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ πάρω τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν καὶ νὰ τὸ ρίξω στὰ σκυλιά».
27. Αὐτὴ δὲ εἶπε, «Ναί, Κύριε, ἀλλὰ καὶ τὰ σκυλιὰ τρώγουν ἀπὸ τὰ ψίχουλα, ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τῶν κυρίων τους».