1. Τότε ἔρχονται πρὸς τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι καὶ τοῦ ἔλεγαν,
2. «Γιατί οἱ μαθηταί σου παραβαίνουν τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων; Δὲν πλένουν τὰ χέρια, ὅταν πρόκειται νὰ φάγουν».
3. Αὐτὸς δὲ τοὺς ἀπεκρίθη, «Γιατί καὶ σεῖς παραβαίνετε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ χάριν τῆς παραδόσεώς σας;
4. Ὁ Θεὸς εἶπε: Νὰ τιμᾷς τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, καί, Ἐκεῖνος, ποὺ ὑβρίζει πατέρα ἢ μητέρα ὀφείλει νὰ θανατωθῇ.
5. Σεῖς δὲ λέγετε: «Ἐκεῖνος ποὺ θὰ πῇ εἰς τὸν πατέρα του ἢ τὴν μητέρα του, Ὅ,τι ἔχεις νὰ ὠφεληθῇς ἀπὸ ἐμέ, αὐτὸ δίδεται ὡς δῶρον εἰς τὸν Θεόν, αὐτὸς δὲν ἔχει ὑποχρέωσιν νὰ τιμήσῃ τὸν πατέρα του ἢ τὴν μητέρα του».
6. Καὶ ἀκυρώσατε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ χάριν τῆς παραδόσεώς σας.
7. Ὑποκριταί, εἶχε δίκηο ὁ Ἡσαΐας, ὅταν ἐπροφήτευσε γιὰ σᾶς:
8. Ὁ λαὸς αὐτὸς μὲ τὸ στόμα τους μὲ πλησιάζει καὶ μὲ τὰ χείλη μὲ τιμᾶ, ἐνῷ ἡ καρδιά τους εἶναι πολύ μακρυὰ ἀπὸ ἐμέ·
9. μάταια μὲ λατρεύουν, ἀφοῦ διδάσκουν διδασκαλίες καὶ ἐντολὲς ἀνθρώπινες».
10. Καὶ ἀφοῦ προσκάλεσε τὸν κόσμον τοὺς εἶπε, «Ἀκοῦτε καὶ καταλάβετε·