31. Ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς ἅπλωσε τὸ χέρι, τὸν ἔπιασε καὶ τοῦ λέγει, «Ὀλιγόπιστε, γιατί ἐδίστασες;».
32. Καὶ ὅταν ἀνέβηκαν εἰς τὸ πλοιάριον, ἔπαυσε ὁ ἄνεμος.
33. Ἐκεῖνοι ποὺ ἦσαν εἰς τὸ πλοιάριον τὸν προσκύνησαν καὶ τοῦ εἶπαν, «Ἀληθινὰ εἶσαι Θεοῦ Υἱός».
34. Καὶ ἀφοῦ διέσχισαν τὴν λίμνην, ἦλθαν καὶ ἀπεβιβάσθησαν εἰς τὴν Γεννησαρέτ.
35. Καὶ ὅταν οἱ ἄνθρωποι τοῦ τόπου ἐκείνου τὸν ἀνεγνώρισαν, ἔστειλαν ἀγγελιαφόρους εἰς ὅλην τὴν περιοχὴν ἐκείνην καὶ τοῦ ἔφεραν ὅλους τοὺς ἀσθενεῖς.
36. Καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς ἀφήσῃ νὰ ἀγγίξουν μόνον τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός του· καὶ ὅσοι τὸ ἄγγισαν, ἐθεραπεύθησαν.