1. Κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἄκουσε ὁ Ἡρώδης ὁ τετράρχης τὴν φήμην περὶ τοῦ Ἰησοῦ
2. καὶ εἶπε εἰς τοὺς αὐλικούς του, «Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής· ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ γι᾽ αὐτὸ αἱ θαυματουργικαὶ δυνάμεις ἐνεργοῦν δι᾽ αὐτοῦ».
3. Διότι ὁ Ἡρώδης εἶχε συλλάβει τὸν Ἰωάννην, τὸν ἔδεσε καὶ τὸν ἔβαλε εἰς τὴν φυλακὴν ἐξ αἰτίας τῆς Ἡρωδιάδος, συζύγου τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου,
4. ἐπειδὴ ὁ Ἰωάννης τοῦ ἔλεγε, «Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ τὴν ἔχῃς».
5. Καὶ ἤθελε νὰ τὸν σκοτώσῃ, ἐφοβήθηκε ὅμως τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, διότι τὸν ἐθεωροῦσαν προφήτην.