51. Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, «Ἐκαταλάβατε ὅλα αὐτά;» Αὐτοὶ τοῦ λέγουν, «Ναί, Κύριε».
52. Καὶ ἐκεῖνος τοὺς εἶπε, «Διὰ τοῦτο κάθε γραμματεύς, ὁ ὁποῖος ἐδιδάχθηκε τὰ περὶ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, μοιάζει μὲ ἄνθρωπον οἰκοδεσπότην, ὁ ὁποῖος βγάζει ἀπὸ τὸν θησαυρόν του καινούργια πράγματα καὶ παληά».
53. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐτελείωσε τὶς παραβολὲς αὐτές, ἔφυγε ἀπ᾽ ἐκεῖ.
54. Καὶ ὅταν ἦλθε εἰς τὴν πατρίδα του, τοὺς ἐδίδασκε εἰς τὴν συναγωγήν τους κατὰ τέτοιον τρόπον, ὥστε νὰ ἐκπλήσσωνται καὶ νὰ λέγουν, «Ἀπὸ ποῦ τοῦ ἦλθε αὐτὴ ἡ σοφία καὶ αἱ θαυματουργικαὶ δυνάμεις;
55. Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ υἱὸς τοῦ ξυλουργοῦ; Δὲν ὀνομάζεται ἡ μητέρα του Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοί του Ἰάκωβος, Ἰωσῆς, Σίμων καὶ Ἰούδας;
56. Καὶ οἱ ἀδελφές του δὲν εἶναι ὅλες μαζί μας; Ἀπὸ ποῦ λοιπὸν τοῦ ἦλθαν ὅλα αὐτά;».
57. Καὶ δυσπιστοῦσαν εἰς αὐτόν. Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Δὲν ὑπάρχει προφήτης περιφρονημένος παρὰ εἰς τὴν πατρίδα του καὶ εἰς τὸ σπίτι του».
58. Καὶ δὲν ἔκανε ἐκεῖ πολλὰ θαύματα ἐξ αἰτίας τῆς ἀπιστίας των.