19. Σὲ κάθε ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ἀκούει τὸν λόγον περὶ τῆς βασιλείας καὶ δὲν μετανοεῖ, ἔρχεται ὁ πονηρὸς καὶ ἁρπάζει ἐκεῖνο ποὺ εἶναι σπαρμένο στὴν καρδιά του. Αὐτὸς εἶναι ὁ σπόρος ποὺ ἐσπάρθηκε κοντὰ εἰς τὸν δρόμον.
20. Ὁ σπόρος, ποὺ ἐσπάρθηκε εἰς τὰ πετρώδη μέρη, αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἀκούει τὸν λόγον καὶ ἀμέσως μὲ χαρὰν τὸν παίρνει.
21. Δὲν ἔχει ὅμως ρίζαν μέσα του ἀλλ᾽ εἶναι προσωρινός, καὶ ὅταν ἔλθῃ κάποια στενοχώρια ἢ διωγμὸς ἐξ αἰτίας τοῦ λόγου, ἀμέσως κλονίζεται.
22. Ὁ δὲ σπόρος, ποὺ ἐσπάρθηκε ἀνάμεσα στὰ ἀγκάθια, αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀκούει τὸν λόγον ἀλλ᾽ ἡ κοσμικὴ μέριμνα καὶ ἡ παραπλάνησις τοῦ πλούτου πνίγουν τὸν λόγον καὶ γίνεται ἄκαρπος.
23. Ἐκεῖνος δὲ ὁ σπόρος ποὺ ἐσπάρθηκε εἰς τὸ καλὸν ἔδαφος, αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἀκούει τὸν λόγον καὶ τὸν κατανοεῖ, καὶ ὁ ὁποῖος πραγματικὰ καρποφορεῖ καὶ ἀποδίδει ὁ ἕνας ἑκατό, ἄλλος ἑξῆντα καὶ ἄλλος τριάντα φορὲς περισσότερον».
24. Ἄλλην παραβολὴν τοὺς παρουσίασε καὶ τοὺς ἔλεγε, «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μοιάζει μὲ ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ἔσπειρε εἰς τὸ χωράφι του καλὸν σπόρον.
25. Ἀλλ᾽ ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἐκοιμῶντο, ἦλθε ὁ ἐχθρός του καὶ ἔσπειρε ζιζάνια ἀνάμεσα εἰς τὸ σιτάρι καὶ ἔφυγε.