45. Τότε πηγαίνει καὶ παίρνει μαζί του ἄλλα ἑπτὰ πνεύματα, πονηρότερα ἀπὸ αὐτό, καὶ μπαίνουν νὰ κατοικήσουν ἐκεῖ καὶ τότε ἡ τελευταία κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου γίνεται χειρότερη ἀπὸ τὴν πρώτην. Τὸ ἴδιο θὰ συμβῇ καὶ εἰς τὴν γενεὰν αὐτὴν τὴν πονηράν».
46. Ἐνῷ αὐτὸς ἐμιλοῦσε εἰς τὰ πλήθη, ἡ μητέρα του καὶ οἱ ἀδελφοί του ἐστέκοντο ἔξω καὶ ἤθελαν νὰ τοῦ μιλήσουν.
47. Καὶ κάποιος τοῦ εἶπε, «Νά ἡ μητέρα σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου στέκονται ἔξω καὶ θέλουν νὰ σὲ ἰδοῦν».
48. Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη εἰς ἐκεῖνον ποὺ τοῦ τὸ εἶπε, «Ποιά εἶναι ἡ μητέρα μου; Καὶ ποιοί εἶναι οἱ ἀδελφοί μου;».
49. Καὶ ἅπλωσε τὸ χέρι του ἐπάνω εἰς τοὺς μαθητάς του καὶ εἶπε, «Νά ἡ μητέρα μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου.
50. Ἐκεῖνος ποὺ θὰ κάνῃ τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα μου, ποὺ εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς, αὐτὸς θὰ μοῦ εἶναι ἀδελφὸς καὶ ἀδελφὴ καὶ μητέρα».