41. Οἱ ἄνθρωποι τῆς Νινευῒ θὰ ἐγερθοῦν κατὰ τὴν κρίσιν μαζὶ μὲ τὴν γενεὰν αὐτὴν καὶ θὰ τὴν κρίνουν, διότι μετενόησαν μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰωνᾶ, ἐνῷ ἐδῶ πρόκειται γιὰ κάτι μεγαλύτερον ἀπὸ τὸν Ἰωνᾶν.
42. Ἡ βασίλισσα τοῦ Νότου θὰ ἐγερθῇ κατὰ τὴν κρίσιν μαζὶ μὲ τὴν γενεὰν αὐτὴν καὶ θὰ τὴν κρίνῃ, διότι ἦλθε ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς γῆς, διὰ νὰ ἀκούσῃ τὴν σοφίαν τοῦ Σολομῶντος, ἐνῷ ἐδῶ πρόκειται γιὰ κάτι μεγαλύτερον ἀπὸ τὸν Σολομῶντα».
43. «Ὅταν τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα βγῇ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, περνᾶ ἀπὸ ξεροὺς τόπους καὶ ζητεῖ ἀνάπαυσιν, ἀλλὰ δὲν τὴν βρίσκει.
44. Τότε λέγει, «Ἂς γυρίσω εἰς τὸ σπίτι μου, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἔφυγα». Καὶ ὅταν ἔλθῃ, τὸ βρίσκει ἀδειανὸ καὶ σκουπισμένο καὶ στολισμένο.
45. Τότε πηγαίνει καὶ παίρνει μαζί του ἄλλα ἑπτὰ πνεύματα, πονηρότερα ἀπὸ αὐτό, καὶ μπαίνουν νὰ κατοικήσουν ἐκεῖ καὶ τότε ἡ τελευταία κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου γίνεται χειρότερη ἀπὸ τὴν πρώτην. Τὸ ἴδιο θὰ συμβῇ καὶ εἰς τὴν γενεὰν αὐτὴν τὴν πονηράν».
46. Ἐνῷ αὐτὸς ἐμιλοῦσε εἰς τὰ πλήθη, ἡ μητέρα του καὶ οἱ ἀδελφοί του ἐστέκοντο ἔξω καὶ ἤθελαν νὰ τοῦ μιλήσουν.
47. Καὶ κάποιος τοῦ εἶπε, «Νά ἡ μητέρα σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου στέκονται ἔξω καὶ θέλουν νὰ σὲ ἰδοῦν».
48. Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη εἰς ἐκεῖνον ποὺ τοῦ τὸ εἶπε, «Ποιά εἶναι ἡ μητέρα μου; Καὶ ποιοί εἶναι οἱ ἀδελφοί μου;».