22. Τότε τοῦ ἔφεραν κάποιον δαιμονισμένον τυφλὸν καὶ βωβὸν καὶ τὸν ἐθεράπευσε, ὥστε ὁ τυφλὸς καὶ ὁ βωβὸς νὰ μιλῇ καὶ νὰ βλέπῃ.
23. Καὶ ὅλοι κατάπληκτοι ἔλεγαν, «Μήπως αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς τοῦ Δαυΐδ;».
24. Οἱ δὲ Φαρισαῖοι, ὅταν ἄκουσαν αὐτά, εἶπαν, «Αὐτὸς δὲν διώχνει τὰ δαιμόνια παρὰ διὰ τοῦ Βεελζεβούλ, τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν δαιμονίων».
25. Ὁ Ἰησοῦς, ἐπειδὴ ἤξερε τὰς σκέψεις των, τοὺς εἶπε, «Κάθε βασίλειον, ὅταν χωρισθῇ εἰς ἀντιμαχόμενα μέρη, ἐξαφανίζεται, καὶ κάθε πόλις ἢ οἰκογένεια, ποὺ χωρίζεται εἰς ἀντιμαχόμενα μέρη, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σταθῇ.
26. Καὶ ἐὰν ὁ Σατανᾶς διώχνῃ τὸν Σατανᾶν, τότε ἔχει κομματιασθῆ ὁ ἴδιος· πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸν νὰ σταθῇ τὸ βασίλειόν του;