14. Καὶ ἐὰν κανεὶς δὲν σᾶς δεχθῇ οὔτε ἀκούσῃ τοὺς λόγους σας, τότε, ὅταν θὰ βγῆτε ἀπὸ τὸ σπίτι ἢ ἀπὸ τὴν πόλιν ἐκείνην, τινάξατε τὴν σκόνην τῶν ποδιῶν σας.
15. Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι πιὸ λίγο θὰ ὑποφέρουν τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως παρὰ ἡ πόλις ἐκείνη».
16. «Νά, ἐγὼ σᾶς ἀποστέλλω σὰν πρόβατα μέσα σὲ λύκους. Νὰ εἶσθε λοιπὸν φρόνιμοι σὰν τὰ φίδια καὶ ἄκακοι ὅπως τὰ περιστέρια.
17. Προσέχετε δὲ τοὺς ἀνθρώπους, διότι θὰ σᾶς παραδώσουν σὲ δικαστήρια καὶ θὰ σᾶς μαστιγώσουν εἰς τὰς συναγωγάς των
18. καὶ θὰ ὁδηγηθῆτε σὲ ἡγεμόνας καὶ βασιλεῖς ἐξ αἰτίας μου, διὰ νὰ μαρτυρήσετε δι᾽ ἐμὲ ἐνώπιον αὐτῶν καὶ τῶν ἐθνῶν.
19. Ὅταν δὲ σᾶς παραδώσουν, μὴ φροντίσετε πῶς ἢ τί θὰ μιλήσετε, διότι ἐκείνην τὴν ὥραν θὰ σᾶς δοθῇ τὸ τί θὰ πῆτε.
20. Διότι δὲν εἶσθε σεῖς ποὺ θὰ μιλᾶτε, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ Πατέρα σας θὰ μιλῇ μέσα σας.
21. Θὰ παραδώσῃ δὲ ὁ ἀδελφὸς τὸν ἀδελφὸν εἰς θάνατον καὶ ὁ πατέρας τὸ παιδί, καὶ θὰ ἐπαναστατήσουν τὰ παιδιὰ κατὰ τῶν γονέων καὶ θὰ τοὺς θανατώσουν.
22. Καὶ θὰ σᾶς μισοῦν ὅλοι διὰ τὸ ὄνομά μου. Ὅποιος ὅμως ὑπομείνῃ ἕως τὸ τέλος, αὐτὸς θὰ σωθῇ.
23. Ὅταν δὲ σᾶς καταδιώκουν εἰς μίαν πόλιν, τότε φεύγετε εἰς ἄλλην. Σᾶς βεβαιῶ, ὅτι δὲν θὰ προκάμετε νὰ τελειώσετε τὰς πόλεις τοῦ Ἰσραὴλ ἕως ὅτου ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.
24. Δὲν ὑπάρχει μαθητὴς ἀνώτερος ἀπὸ τὸν διδάσκαλόν του, οὔτε δοῦλος ἀνώτερος ἀπὸ τὸν κύριόν του.
25. Εἶναι ἀρκετὸν διὰ τὸν μαθητήν, ἐὰν γίνῃ ὅπως ὁ διδάσκαλός του καὶ ὁ δοῦλος ὅπως ὁ κύριός του. Ἐὰν τὸν οἰκοδεσπότην ἐκάλεσαν Βεελζεβούλ, πόσον μᾶλλον τοὺς δικούς του».
26. «Μὴ τοὺς φοβᾶσθε λοιπόν· διότι δὲν ὑπάρχει κανένα σκεπασμένο πρᾶγμα, ποὺ νὰ μὴ μαθευθῇ ἢ κανένα κρυφό, ποὺ νὰ μὴ γίνῃ γνωστόν.
27. Ἐκεῖνο ποὺ σᾶς λέγω κρυφά, διαλαλήσατέ το φανερά, καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἀκοῦτε κρυφὰ εἰς τὸ αὐτί, κηρύξατέ το ἀπὸ τὶς ταράτσες.
28. Μὴ φοβᾶσθε ἐκείνους ποὺ σκοτώνουν τὸ σῶμα, ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ σκοτώσουν τὴν ψυχήν. Νὰ φοβᾶσθε μᾶλλον ἐκεῖνον, ποὺ μπορεῖ νὰ κάνῃ καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα νὰ χαθοῦν εἰς τὴν γέενναν.