19. Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη, «Ὦ γενεὰ ἄπιστη, ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας, ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι; Φέρετέ τον σ᾽ ἐμέ».
20. Καὶ τοῦ τὸν ἔφεραν. Καὶ μόλις τὸ πνεῦμα τὸν εἶδε, ἀμέσως τὸν συνετάραξε καὶ ἔπεσε εἰς τὴν γῆν καὶ ἐκυλιότανε καὶ ἄφριζε.
21. Καὶ ἐρώτησε τὸν πατέρα του, «Πόσος καιρὸς εἶναι ἀπὸ τὸτε ποὺ τοῦ συνέβη αὐτό;». Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Ἀπὸ παιδικῆς ἡλικίας.
22. Πολλὲς φορὲς καὶ στὴν φωτιὰ τὸν ἔρριξε καὶ στὰ νερά, διὰ νὰ τὸν ἐξολοθρεύσῃ. Ἀλλ᾽ ἂν μπορῇς νὰ κάνῃς τίποτε βοήθησέ μας, σπλαγχνίσου μας».
23. Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Ἐὰν μπορῇς νὰ πιστέψῃς, ὅλα εἶναι δυνατὰ εἰς ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει».
24. Τότε ἐφώναξε ἀμέσως ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ καὶ μὲ δάκρυα εἶπε, «Πιστεύω, Κύριε, βοήθησε τὴν ἀπιστίαν μου».