25. Ἔπειτα πάλιν ἔβαλε τὰ χέρια εἰς τὰ μάτια του καὶ τὸν ἔκαμε νὰ βλέπῃ καλὰ καὶ ἀποκαταστάθηκε καὶ ἔβλεπε ὅλους καθαρά.
26. Καὶ τὸν ἔστειλε εἰς τὸ σπίτι του καὶ τοῦ εἶπε, «Οὔτε στὸ χωριὸ νὰ μπῇς οὔτε σὲ κανένα τοῦ χωριοῦ νὰ πῇς τίποτε».
27. Ἐβγῆκε ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταί του εἰς τὰ χωριὰ τῆς Καισαρείας, τὴν ὁποίαν ἔκτισε ὁ Φίλιππος. Καὶ εἰς τὸν δρόμον ἐρωτοῦσε τοὺς μαθητάς του, «Ποιός λέγουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶμαι;».
28. Αὐτοὶ δὲ ἀπήντησαν, «Ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς καὶ ἄλλοι ὁ Ἠλίας, ἄλλοι δὲ ἕνας ἀπὸ τοὺς προφήτας».
29. Καὶ αὐτὸς τοὺς ἐρώτησε, «Σεῖς ποιός λέτε ὅτι εἶμαι;». Ἀπεκρίθη ὁ Πέτρος, «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός».
30. Καὶ τοὺς διέταξε αὐστηρὰ νὰ μὴ μιλοῦν σὲ κανένα γι᾽ αὐτόν.