13. Καὶ ὅταν τοὺς ἄφησε ἐμπῆκε εἰς τὸ πλοιάριον καὶ ἔφυγε εἰς τὴν ἀντίπεραν.
14. Εἶχαν λησμονήσει νὰ πάρουν ψωμὶ καὶ δὲν εἶχαν παρὰ ἕνα καρβέλι μαζί τους εἰς τὸ πλοιάριον.
15. Καὶ τοὺς καθιστοῦσε προσεκτικοὺς καὶ τοὺς ἔλεγε, «Ἔχετε τὸν νοῦ σας, προσέχετε ἀπὸ τὸ προζύμι τῶν Φαρισαίων καὶ ἀπὸ τὸ προζύμι τοῦ Ἡρώδη».
16. Καὶ αὐτοὶ ἐσκέπτοντο μεταξύ τους ὅτι δὲν ἔχουν ψωμί.
17. Ὅταν τὸ ἀντελήφθη τοὺς λέγει, «Γατί σκέπτεσθε ὅτι δὲν ἔχετε ψωμί; Ἀκόμη δὲν ἐννοεῖτε καὶ δὲν καταλαβαίνετε; Ἀκόμη ἔχετε πωρωμένη τὴν καρδιά σας;
18. Ἂν καὶ ἔχετε μάτια, δὲν βλέπετε, καὶ ἂν καὶ ἔχετε αὐτιά, δὲν ἀκοῦτε; Δὲν θυμᾶσθε
19. ὅταν ἔκοψα τὰ πέντε ψωμιὰ διὰ τοὺς πέντε χιλιάδες ἀνθρώπους, πόσα κοφίνια γεμᾶτα ἀπὸ κομμάτια ἐσηκώσατε;». Λέγουν εἰς αὐτόν, «Δώδεκα».