35. Ἐνῷ αὐτὸς ἀκόμη μιλοῦσε, ἔρχονται ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου καὶ λέγουν, «Ἡ θυγατέρα σου ἐπέθανε. Γιατί ἐνοχλεῖς ἀκόμη τὸν διδάσκαλον;».
36. Ὁ Ἰησοῦς, ἀμέσως ὅταν ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια, λέγει εἰς τὸν ἀρχισυνάγωγον, «Μὴ φοβᾶσαι, μόνον πίστευε».
37. Καὶ δὲν ἐπέτρεψε σὲ κανένα νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ παρὰ εἰς τὸν Πέτρον, τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην, τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἰακώβου.