31. Οἱ μαθηταί του τοῦ ἔλεγαν, «Βλέπεις τὸν κόσμον νὰ σὲ συμπιέζῃ καὶ λές «Ποιός μὲ ἄγγιξε;».
32. Ἀλλ᾽ ὁ Ἰησοῦς ἐκύτταζε γύρω του διὰ νὰ ἰδῇ ἐκείνην ποὺ τὸ εἶχε κάνει.
33. Ἡ γυναῖκα φοβισμένη καὶ τρομαγμένη, ἐπειδὴ ἤξερε τί τῆς εἶχε γίνει, ἦλθε καὶ ἔπεσε εἰς τὰ πόδια του καὶ τοῦ εἶπε ὅλη τὴν ἀλήθεια.
34. Αὐτὸς δὲ τῆς εἶπε, «Κόρη μου, ἡ πίστις σου σὲ ἔκανε καλά, πήγαινε εἰς εἰρήνην καὶ νὰ εἶσαι ὑγιὴς ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια σου».
35. Ἐνῷ αὐτὸς ἀκόμη μιλοῦσε, ἔρχονται ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου καὶ λέγουν, «Ἡ θυγατέρα σου ἐπέθανε. Γιατί ἐνοχλεῖς ἀκόμη τὸν διδάσκαλον;».
36. Ὁ Ἰησοῦς, ἀμέσως ὅταν ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια, λέγει εἰς τὸν ἀρχισυνάγωγον, «Μὴ φοβᾶσαι, μόνον πίστευε».