16. Καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ εἶχαν ἰδῆ τί συνέβη εἰς τὸν δαιμονισμένον καὶ εἰς τοὺς χοίρους τοὺς τὰ διηγήθηκαν.
17. Καὶ ἄρχισαν νὰ παρακαλοῦν τὸν Ἰησοῦν νὰ φύγῃ ἀπὸ τὰ σύνορά τους.
18. Καὶ ἐνῷ ἔμπαινε εἰς τὸ πλοιάριον, τὸν παρακαλοῦσε ἐκεῖνος, ποὺ εἶχε τὰ δαιμόνια, νὰ πάῃ μαζί του.
19. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως δὲν τοῦ ἐπέτρεψε ἀλλὰ τοῦ εἶπε, «Πήγαινε εἰς τὸ σπίτι σου, εἰς τοὺς δικούς σου, καὶ νὰ τοὺς πῇς ὅσα ὁ Κύριος σοῦ ἔκανε καὶ πῶς σὲ ἐλέησε».
20. Αὐτὸς ἔφυγε καὶ ἄρχισε νὰ κηρύττῃ εἰς τὴν Δεκάπολιν τί τοῦ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς καὶ ὅλοι ἐθαύμαζαν.