38. Αὐτὸς δὲ ἤτανε εἰς τὴν πρύμνην καὶ ἐκοιμότανε ἐπάνω εἰς τὸ προσκέφαλον. Τότε τὸν ξυπνοῦν καὶ τοῦ λέγουν, «Διδάσκαλε, δὲν σὲ ἐνδιαφέρει ποὺ χανόμαστε;».
39. Καὶ ἀφοῦ ἐσηκώθηκε, ἐπέπληξε τὸν ἄνεμον καὶ εἶπε εἰς τὴν θάλασσαν, «Σώπα, βουβάσου». Καὶ ἐσταμάτησε ὁ ἄνεμος καὶ ἔγινε μεγάλη γαλήνη.
40. Καὶ τοὺς εἶπε, «Γιατί εἶσθε τόσον δειλοί; Πῶς δὲν ἔχετε πίστιν;».
41. Καὶ κατελήφθησαν ἀπὸ μεγάλον φόβον καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους, «Ποιός ἆραγε νὰ εἶναι αὐτός, ἀφοῦ καὶ ὁ ἄνεμος καὶ ἡ θάλασσα τὸν ὑπακούουν;».