16. Ὁμοίως αὐτοὶ ποὺ ἐσπάρθηκαν εἰς τὰ πετρώδη, εἰκονίζουν ἐκείνους, ποὺ ὅταν ἀκούσουν τὸν λόγον ἀμέσως τὸν δέχονται μὲ χαράν,
17. δὲν ἔχουν ὅμως ρίζαν μέσα τους ἀλλ᾽ εἶναι προσωρινοί· ἔπειτα ὅταν ἔλθῃ στενοχώρια ἢ διωγμὸς ἐξ αἰτίας τοῦ λόγου, ἀμέσως κλονίζονται.
18. Καὶ αὐτοί, ποὺ σπέρνονται εἰς τὰ ἀγκάθια, εἰκονίζουν ἐκείνους, ποὺ ἄκουσαν τὸν λόγον,
19. ἀλλ᾽ αἱ κοσμικαὶ μέριμναι καὶ ἡ παραπλάνησις ἀπὸ τὸν πλοῦτον καὶ αἱ ἐπιθυμίαι διὰ τὰ λοιπὰ πράγματα μπαίνουν καὶ συμπνίγουν τὸν λόγον καὶ γίνεται ἄκαρπος.