30. Διότι ἔλεγαν, «Ἔχει πνεῦμα ἀκάθαρτον».
31. Καὶ ἔρχονται ἡ μητέρα του καὶ οἱ ἀδελφοί του, οἱ ὁποῖοι ἐστάθηκαν ἔξω καὶ ἔστειλαν νὰ τὸν καλέσουν.
32. Γύρω του ἐκαθότανε πολὺς κόσμος καὶ τοῦ εἶπαν, «Νά ἡ μητέρα σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου εἶναι ἔξω καὶ σὲ ζητοῦν».
33. Αὐτὸς τοὺς ἀπεκρίθη, «Ποιά εἶναι ἡ μητέρα μου ἢ οἱ ἀδελφοί μου;»