36. Ἕνας ἔτρεξε καὶ ἐγέμισε ἕνα σφουγγάρι μὲ ξύδι καὶ ἀφοῦ τὸ ἐτύλιξε σὲ καλάμι ἐπότιζε τὸν Χριστὸν καὶ ἔλεγε, «Ἀφῆστε νὰ ἰδοῦμε, ἐὰν θὰ ἔλθῃ ὁ Ἠλίας νὰ τὸν κατεβάσῃ».
37. Ὁ Ἰησοῦς τότε ἐβόησε μὲ φωνὴν δυνατὴν καὶ ἐξέπνευσε.
38. Καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθηκε εἰς δύο ἀπὸ πάνω ἕως κάτω.
39. Ὅταν ὁ ἑκατόνταρχος, ὁ ὁποῖος ἦτο ἐκεῖ ἀπέναντί του, εἶδε ὅτι κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐξέπνευσε, εἶπε, «Ἀλήθεια αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦτο Υἱὸς τοῦ Θεοῦ».
40. Ἦσαν δὲ καὶ γυναῖκες, ποὺ παρατηροῦσαν ἀπὸ μακρυά, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦτο καὶ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου τοῦ νεωτέρου καὶ τοῦ Ἰωσῆ καὶ ἡ Σαλώμη,