17. Τὸν ἔντυσαν μὲ ἕνα κόκκινον μανδύαν καὶ ἀφοῦ ἔπλεξαν στεφάνι ἀπὸ ἀγκάθια, τοῦ τὸ ἔβαλαν εἰς τὸ κεφάλι.
18. Καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν χαιρετοῦν, «Χαῖρε, ὦ βασιλεῦ τῶν Ἰουδαίων»·
19. καὶ κτυποῦσαν τὸ κεφάλι του μὲ καλάμι καὶ τὸν ἔφτυναν καί, γονατιστοί, τὸν προσκυνοῦσαν.
20. Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐνέπαιξαν, τοῦ ἔβγαλαν τὸν κόκκινον μανδύαν καὶ τοῦ ἐφόρεσαν τὰ δικά του ἐνδύματα. Καὶ τὸν φέρνουν ἔξω διὰ νὰ τὸν σταυρώσουν.
21. Καὶ ἀγγαρεύουν κάποιον Σίμωνα Κυρηναῖον, ὁ ὁποῖος ἐδιάβαινε ἀπ᾽ ἐκεῖ καθὼς ἐρχότανε ἀπὸ τὸ χωράφι, τὸν πατέρα τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ τοῦ Ρούφου, διὰ νὰ βαστάξῃ τὸν σταυρόν του.