1. Καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς μιλῇ μὲ παραβολές, «Ἕνας ἄνθρωπος ἐφύτεψε ἕνα ἀμπέλι, τὸ περιέφραξε, ἔσκαψε στέρνα κάτω ἀπὸ τὸ πατητῆρι καὶ ἔκτισε πύργον. Τὸ ἐνοίκιασε εἰς γεωργοὺς καὶ ἔφυγε εἰς ξένην χώραν.
2. Ὅταν ἦλθε ὁ καιρὸς ἔστειλε εἰς τοὺς γεωργοὺς ἕνα δοῦλον, διὰ νὰ πάρῃ ἀπὸ τοὺς γεωργοὺς τὸ μερίδιόν του ἀπὸ τοὺς καρποὺς τοῦ ἀμπελιοῦ.
3. Αὐτὸν τὸν ἔπιασαν, τὸν ἔδειραν καὶ τὸν ἔστειλαν πίσω μὲ ἀδειανὰ χέρια.
4. Καὶ πάλιν ἔστειλε εἰς αὐτοὺς ἄλλον δοῦλον, τὸν ὁποῖον ἐλιθοβόλησαν, τὸν ἐτραυμάτισαν εἰς τὸ κεφάλι καὶ τὸν ἀπέστειλαν κακοποιημένον.
5. Ἔστειλε καὶ ἄλλον, τὸν ὁποῖον ἐσκότωσαν, καὶ πολλοὺς ἄλλους, ἐκ τῶν ὁποίων μερικοὺς ἔδειραν καὶ ἄλλους ἐσκότωσαν.