6. ἀλλ᾽ ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τῆς δημιουργίας ἄνδρες καὶ γυναῖκες τοὺς ἐδημιούργησε ὁ Θεός.
7. Γι᾽ αὐτὸ ὁ ἄνδρας θὰ ἐγκαταλείψῃ τὸν πατέρα του καὶ τὴν μητέρα του καὶ θὰ προσκολληθῇ εἰς τὴν γυναῖκά του καὶ θὰ ἀποτελέσουν οἱ δύο μίαν σάρκα.
8. Ὥστε δὲν εἶναι πλέον δύο ἀλλὰ μία σάρκα.
9. Ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ ὁ Θεὸς ἕνωσε, ὁ ἄνθρωπος δὲν πρέπει νὰ τὸ χωρίζῃ».
10. Καὶ εἰς τὸ σπίτι πάλιν τὸν ἐρώτησαν οἱ μαθηταί του διὰ τὸ ζήτημα αὐτό.
11. Καὶ τοὺς λέγει, «Ἐκεῖνος ποὺ θὰ χωρίσῃ τὴν γυναῖκά του καὶ θὰ νυμφευθῇ ἄλλην, αὐτὸς διαπράττει μοιχείαν ἐναντίον της.
12. Καὶ ἂν μία γυναῖκα χωρίσῃ τὸν ἄνδρα της καὶ πάρῃ ἄλλον, διαπράττει μοιχείαν».
13. Τοῦ ἔφεραν παιδιὰ διὰ νὰ τὰ ἀγγίξῃ, ἀλλ᾽ οἱ μαθηταὶ τοὺς ἐπέπλητταν.
14. Ὅταν εἶδε αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς, ἀγανάκτησε καὶ τοὺς εἶπε, «Ἀφῆστε τὰ παιδιὰ νὰ ἔλθουν σ᾽ ἐμέ, μὴ τὰ ἐμποδίζετε, διότι σὲ τέτοιους ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
15. Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ἐκεῖνος ποὺ δὲν θὰ δεχθῇ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ σὰν παιδί, δὲν θὰ μπῇ σ᾽ αὐτήν».
16. Καὶ ἀφοῦ τὰ ἀγκάλιασε, ἔβαλε τὰ χέρια του ἐπάνω τους καὶ τὰ εὐλογοῦσε.
17. Καὶ ἐνῷ ἔβγαινε εἰς τὸν δρόμον, ἕνας ἔτρεξε νὰ τὸν πλησιάσῃ καί, γονατιστός, τὸν ἐρωτοῦσε, «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί νὰ κάνω διὰ νὰ κληρονομήσω ζωὴν αἰώνιον;».
18. Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Γιατί μὲ λὲς ἀγαθόν; Δὲν εἶναι κανεὶς ἀγαθὸς παρὰ μόνον ὁ Θεός.
19. Τὰς ἐντολὰς τὰς ξέρεις, Νὰ μὴ μοιχεύσῃς, νὰ μὴ φονεύσῃς, νὰ μὴ κλέψῃς, νὰ μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, νὰ μὴ ἐξαπατήσῃς, νὰ τιμᾷς τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου».
20. Αὐτὸς δὲ τοῦ εἶπε, «Διδάσκαλε, ὅλα αὐτὰ τὰ ἐφύλαξα ἀπὸ τὴν νεότητά μου».
21. Ὁ Ἰησοῦς τὸν ἐκύτταξε κατὰ πρόσωπον, τὸν ἀγάπησε καὶ τοῦ εἶπε, «Ἕνα σοῦ λείπει· πήγαινε, πώλησε ὅσα ἔχεις καὶ δός τα σὲ πτωχοὺς καὶ θὰ ἔχῃς θησαυρὸν εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσῃς, ἀφοῦ σηκώσῃς τὸν σταυρόν σου».