29. Ὅταν ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν συναγωγήν, ἦλθαν εἰς τὸ σπίτι τοῦ Σίμωνος καὶ τοῦ ᾽Ανδρέα μαζὶ μὲ τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην.
30. Ἡ πενθερὰ τοῦ Σίμωνος ἦτο κατάκοιτη ἀπὸ πυρετὸν καὶ ἀμέσως τοῦ μιλοῦν γι᾽ αὐτήν.
31. Καὶ ἀφοῦ ἐπλησίασε, τὴν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὴν ἐσήκωσε. Καὶ ὁ πυρετὸς τὴν ἄφησε καὶ τοὺς ὑπηρετοῦσε.
32. Ὅταν ἐβράδυασε καὶ ἔδυσε ὁ ἥλιος, τοῦ ἔφεραν ὅλους τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς δαιμονισμένους
33. καὶ ὅλη ἡ πόλις εἶχε μαζευθῆ κοντὰ εἰς τὴν πόρτα.
34. Καὶ ἐθεράπευσε πολλοὺς ποὺ ὑπέφεραν ἀπὸ διάφορες ἀσθένειες καὶ πολλὰ δαιμόνια ἔβγαλε καὶ δὲν ἄφηνε τὰ δαιμόνια νὰ μιλοῦν, διότι τὸν ἐγνώριζαν ὅτι εἶναι ὁ Χριστός.