24. «Αἴ, τί ἐπεμβαίνεις σ᾽ἐμᾶς, Ἰησοῦ Ναζαρηνέ; Ἦλθες νὰ μᾶς καταστρέψῃς; Ξέρω ποιός εἶσαι, ὁ Ἅγιος τοῦ Θεοῦ».
25. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τὸ ἐπέπληξε καὶ εἶπε, «Βουβάσου καὶ ἔβγα ἀπ᾽ αὐτόν».
26. Καὶ τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον, ἀφοῦ τὸν συνετάραξε καὶ ἀφοῦ ἐφώναξε μὲ δυνατὴν φωνήν, ἐβγῆκε ἀπ᾽ αὐτόν.
27. Καὶ ὅλοι κατελήφθησαν ἀπὸ θαυμασμόν, ὥστε νὰ συζητοῦν καὶ νὰ λέγουν, «Τί εἶναι αὐτό; Τί εἶναι ἡ νέα αὐτὴ διδασκαλία, ἀφοῦ μὲ ἐξουσίαν διατάσσει ἀκόμη καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα καὶ ὑπακούουν εἰς αὐτόν;».
28. Καὶ ἀμέσως διαδόθηκε ἡ φήμη του παντοῦ εἰς ὅλην τὴν περίχωρον τῆς Γαλιλαίας.
29. Ὅταν ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν συναγωγήν, ἦλθαν εἰς τὸ σπίτι τοῦ Σίμωνος καὶ τοῦ ᾽Ανδρέα μαζὶ μὲ τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην.
30. Ἡ πενθερὰ τοῦ Σίμωνος ἦτο κατάκοιτη ἀπὸ πυρετὸν καὶ ἀμέσως τοῦ μιλοῦν γι᾽ αὐτήν.
31. Καὶ ἀφοῦ ἐπλησίασε, τὴν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὴν ἐσήκωσε. Καὶ ὁ πυρετὸς τὴν ἄφησε καὶ τοὺς ὑπηρετοῦσε.
32. Ὅταν ἐβράδυασε καὶ ἔδυσε ὁ ἥλιος, τοῦ ἔφεραν ὅλους τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς δαιμονισμένους
33. καὶ ὅλη ἡ πόλις εἶχε μαζευθῆ κοντὰ εἰς τὴν πόρτα.