49. Ἀπεκρίθη ὁ Ἰωάννης, «Διδάσκαλε, εἴδαμε κάποιον, ὁ ὁποῖος εἰς τὸ ὄνομά σου βγάζει δαιμόνια καὶ τὸν ἐμποδίσαμε, διὸτι δὲν μᾶς ἀκολουθεῖ».
50. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Μὴ τὸν ἐμποδίζετε· διότι ἐκεῖνος ποὺ δὲν εἶναι ἐναντίον μας εἶναι μὲ τὸ μέρος μας».
51. Ἐνῷ ἐπλησίαζαν νὰ συμπληρωθοῦν αἱ ἡμέραι τῆς ἀναλήψεώς του, ἀπεφάσισε νὰ μεταβῇ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ,
52. καὶ ἔστειλε πρὶν ἀγγελιαφόρους, οἱ ὁποῖοι ἐμπῆκαν εἰς ἕνα χωριὸ τῶν Σαμαρειτῶν διὰ νὰ τοῦ κάνουν ἑτοιμασίαν.
53. Ἀλλὰ οἱ κάτοικοι δὲν ἤθελαν νὰ τὸν δεχθοῦν, διότι ἐπήγαινε εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
54. Ὅταν εἶδαν αὐτὸ οἱ μαθηταί του Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης, εἶπαν, «Κύριε, θέλεις νὰ ποῦμε νὰ κατεβῇ φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ νὰ τοὺς καταφάγῃ ὅπως ἔκανε καὶ ὁ Ἠλίας;».
55. Ἐκεῖνος ἐγύρισε, τοὺς ἐπέπληξε καὶ εἶπε, «Δὲν γνωρίζετε ποίου πνεύματος εἶσθε.
56. Ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦλθε νὰ καταστρέψῃ τὴν ζωὴν τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ νὰ τοὺς σώσῃ». Καὶ ἐπῆγαν σὲ ἄλλο χωριό.
57. Ἐνῷ ἐπήγαιναν εἰς τὸν δρόμον, τοῦ εἶπε κάποιος, «Θὰ σὲ ἀκολουθήσω ὅπου καὶ ἂν πᾶς, Κύριε».