35. καὶ μία φωνὴ ἀκούσθηκε ἀπὸ τὸ σύννεφο ποὺ ἔλεγε, «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, αὐτὸν νὰ ἀκούετε».
36. Μετὰ τὴν φωνὴν εὑρέθηκε ὁ Ἰησοῦς μόνος. Αὐτοὶ ἐκράτησαν σιωπὴν καὶ δὲν εἶπαν τὰς ἡμέρας ἐκείνας σὲ κανένα τίποτε ἀπὸ ὅσα εἶχαν ἰδῇ.
37. Τὴν ἑπόμενην ἡμέραν, ὅταν κατέβηκαν ἀπὸ τὸ ὄρος, τὸν συνήντησε πλῆθος πολύ.
38. Καὶ ἕνας ἀπὸ τὸ πλῆθος ἐφώναξε, «Διδάσκαλε, σὲ παρακαλῶ, ρίξε μία ματιὰ στὸν γυιό μου διότι μοῦ εἶναι μοναχογυιός.
39. Καὶ τὸν πιάνει ἕνα πνεῦμα καὶ ἔξαφνα φωνάζει καὶ τὸν τινάσσει, ὥστε νὰ ἀφρίζει· τὸν κατασυντρίβει καὶ δύσκολα τὸν ἀφήνει.
40. Παρεκάλεσα τοὺς μαθητάς σου νὰ τὸ βγάλουν, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν».
41. Ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη, «Ὦ γενεὰ ἄπιστη καὶ διεστραμμένη, ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας καὶ θὰ σᾶς ἀνέχωμαι; Φέρε τὸν γυιό σου ἐδῶ».
42. Ἐνῷ αὐτὸς ἀκόμη ἐπροχωροῦσε, τὸ δαιμόνιον τὸν ἔρριξε κάτω καὶ τὸν συνετάραξε. Ἀλλ᾽ ὁ Ἰησοῦς ἐπέπληξε τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον, ἐθεράπευσε τὸ παιδὶ καὶ τὸ παρέδωκε εἰς τὸν πατέρα του.