32. Ὁ Πέτρος καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἦσαν μαζί του εἶχαν πέσει εἰς βαθὺν ὕπνον. Ὅταν ἐξύπνησαν, εἶδαν τὴν δόξαν του καὶ τοὺς δύο ἄνδρας, οἱ ὁποῖοι ἐστέκοντο μαζί του.
33. Καὶ καθὼς αὐτοὶ ἀπεχωρίζοντο ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν, τοῦ εἶπε ὁ Πέτρος, «Διδάσκαλε, καλὸν εἶναι νὰ μείνωμεν ἐδῶ· ἂς κάνωμεν τρεῖς σκηνές, μίαν γιὰ σένα μίαν διὰ τὸν Μωϋσῆν καὶ μίαν διὰ τὸν Ἠλίαν», χωρὶς νὰ ξέρῃ τί λέγει.
34. Ἐνῷ δὲ ἔλεγε αὐτά, ἦλθε ἕνα σύννεφο καὶ τοὺς ἐσκίασε· ὅταν ἐμπῆκαν εἰς τὸ σύννεφο ἐφοβήθηκαν,
35. καὶ μία φωνὴ ἀκούσθηκε ἀπὸ τὸ σύννεφο ποὺ ἔλεγε, «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, αὐτὸν νὰ ἀκούετε».
36. Μετὰ τὴν φωνὴν εὑρέθηκε ὁ Ἰησοῦς μόνος. Αὐτοὶ ἐκράτησαν σιωπὴν καὶ δὲν εἶπαν τὰς ἡμέρας ἐκείνας σὲ κανένα τίποτε ἀπὸ ὅσα εἶχαν ἰδῇ.