30. Αἴφνης, δύο ἄνδρες συνομιλοῦσαν μαζί του· αὐτοὶ ἦσαν ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας,
31. οἱ ὁποῖοι φανερώθηκαν μὲ λαμπρότητα καὶ μιλοῦσαν διὰ τὸν θάνατόν του, ὁ ὁποῖος ἔμελλε νὰ πραγματοποιηθῇ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
32. Ὁ Πέτρος καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἦσαν μαζί του εἶχαν πέσει εἰς βαθὺν ὕπνον. Ὅταν ἐξύπνησαν, εἶδαν τὴν δόξαν του καὶ τοὺς δύο ἄνδρας, οἱ ὁποῖοι ἐστέκοντο μαζί του.
33. Καὶ καθὼς αὐτοὶ ἀπεχωρίζοντο ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν, τοῦ εἶπε ὁ Πέτρος, «Διδάσκαλε, καλὸν εἶναι νὰ μείνωμεν ἐδῶ· ἂς κάνωμεν τρεῖς σκηνές, μίαν γιὰ σένα μίαν διὰ τὸν Μωϋσῆν καὶ μίαν διὰ τὸν Ἠλίαν», χωρὶς νὰ ξέρῃ τί λέγει.