Κατα Λουκαν 6:6-13 Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν (NTV)

6. Ἕνα ἄλλο Σάββατον ἐμπῆκε εἰς τὴν συναγωγὴν καὶ ἐδίδασκε καὶ ἦτο ἐκεῖ κάποιος ποὺ εἶχε τὸ δεξί του χέρι ξερό.

7. Καὶ τὸν ἐκύτταζαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, ἐὰν θὰ κάνῃ θεραπείαν τὸ Σάββατον, διὰ νὰ βροῦν κατηγορίαν ἐναντίον του.

8. Αὐτὸς ἐγνώριζε τὰς σκέψεις των καὶ εἶπε εἰς τὸν ἄνθρωπον ποὺ εἶχε ξερὸ τὸ χέρι, «Σήκω καὶ στάσου εἰς τὸ μέσον». Ἐκεῖνος ἐσηκώθηκε καὶ ἐστάθηκε.

9. Τότε ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Σᾶς ἐρωτῶ: τί ἐπιτρέπεται νὰ κάνῃ κανεὶς τὰ Σάββατα, καλὸ ἢ κακό; Νὰ σώσῃ μίαν ζωὴν ἢ νὰ τὴν καταστρέψῃ;».

10. Καὶ ἀφοῦ ἐκύτταξε ὅλους γύρω, τοῦ εἶπε, «Ἅπλωσε τὸ χέρι σου». Ἐκεῖνος τὸ ἔκανε καὶ ἔγινε πάλι γερὸ τὸ χέρι του ὅπως τὸ ἄλλο.

11. Αὐτοὶ δὲ ἔγιναν ἔξω φρενῶν καὶ συζητοῦσαν μεταξύ τους τί νὰ κάνουν εἰς τὸν Ἰησοῦν.

12. Κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτὰς ἐβγῆκε εἰς τὸ βουνὸ διὰ νὰ προσευχηθῇ καὶ διενυκτέρευε προσευχόμενος εἰς τὸν Θεόν.

13. Ὅταν ἔγινε ἡμέρα, ἐφώναξε κοντά του τοὺς μαθητάς του καὶ ἐδιάλεξε ἀπ᾽ αὐτοὺς δώδεκα, τοὺς ὁποίους καὶ ὠνόμασε ἀποστόλους,

Κατα Λουκαν 6