23. Τί εἶναι εὐκολώτερον νὰ πῶ, «Σοῦ συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι σου» ἢ νὰ πῶ, «Σήκω καὶ περπάτει»;
24. Διὰ νὰ μάθετε ὅμως ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἐξουσίαν εἰς τὴν γῆν νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίες» — εἶπε εἰς τὸν παράλυτον — «Σοῦ λέγω, σήκω καὶ πάρε τὸ κρεββάτι σου καὶ πήγαινε σπίτι σου».
25. Καὶ ἀμέσως ἐσηκώθηκε μπροστά τους, ἐπῆρε τὸ κρεββάτι ὅπου ἤτανε ξαπλωμένος καὶ ἐπῆγε σπίτι του δοξάζων τὸν Θεόν.
26. Καὶ ἔγιναν ὅλοι ἔκθαμβοι καὶ ἐδόξαζαν τὸν Θεὸν καὶ γεμᾶτοι ἀπὸ φόβον ἔλεγαν, «Εἴδαμε παράδοξα πράγματα σήμερα».
27. Κατόπιν, ὅταν ἐβγῆκε, εἶδε ἕνα τελώνην, ὀνομαζόμενον Λευΐν, νὰ κάθεται εἰς τὸ τελωνεῖον καὶ τοῦ εἶπε, «Ἀκολούθησέ με».
28. Αὐτὸς ἐσηκώθηκε, ἄφησε ὅλα πίσω, καὶ τὸν ἀκολούθησε.