21. Οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἄρχισαν νὰ σκέπτωνται, «Ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ λέγει βλασφημίες; Ποιός μπορεῖ νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίες παρὰ μόνον ὁ Θεός;».
22. Ἐπειδὴ κατάλαβε ὁ Ἰησοῦς τὰς σκέψεις των, τοὺς εἶπε, «Τί σκέπτεσθε μέσα σας;
23. Τί εἶναι εὐκολώτερον νὰ πῶ, «Σοῦ συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι σου» ἢ νὰ πῶ, «Σήκω καὶ περπάτει»;
24. Διὰ νὰ μάθετε ὅμως ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἐξουσίαν εἰς τὴν γῆν νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίες» — εἶπε εἰς τὸν παράλυτον — «Σοῦ λέγω, σήκω καὶ πάρε τὸ κρεββάτι σου καὶ πήγαινε σπίτι σου».
25. Καὶ ἀμέσως ἐσηκώθηκε μπροστά τους, ἐπῆρε τὸ κρεββάτι ὅπου ἤτανε ξαπλωμένος καὶ ἐπῆγε σπίτι του δοξάζων τὸν Θεόν.