12. Ὅταν ἦτο κάποτε εἰς μίαν ἀπὸ τὰς πόλεις, συνέβη νὰ εἶναι ἐκεῖ κάποιος γεμᾶτος λέπραν. Ὅταν δὲ εἶδε τὸν Ἰησοῦν, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν, καὶ τὸν παρεκάλεσε καὶ τοῦ ἔλεγε, «Κύριε, ἐὰν θέλῃς, μπορεῖς νὰ μὲ καθαρίσῃς».
13. Ὁ Ἰησοῦς ἅπλωσε τὸ χέρι, τὸν ἄγγιξε καὶ εἶπε, «Θέλω, καθαρίσου». Καὶ ἀμέσως ἔφυγε ἡ λέπρα του.
14. Ὁ Ἰησοῦς τότε τοῦ παρήγγειλε νὰ μὴ τὸ πῇ σὲ κανένα, ἀλλὰ «Πήγαινε,» τοῦ εἶπε, «καὶ δεῖξε τὸν ἑαυτόν σου εἰς τὸν ἱερέα καὶ πρόσφερε διὰ τὸν καθαρισμόν σου ὅσα ὁ Μωϋσῆς καθώρισε, διὰ νὰ τοὺς δείξῃς τὴν ὑπακοήν σου».
15. Ἀλλ᾽ ἡ φήμη δι᾽ αὐτὸν διεδίδετο ὅλο καὶ περισσότερον καὶ ἐμαζεύετο πολὺς κόσμος, διὰ νὰ ἀκούσουν καὶ νὰ θεραπευθοῦν ἀπὸ τὶς ἀρρώστειες τους·