37. Καταληφθέντες δὲ ἀπὸ τρόμον καὶ φόβον, ἐνόμιζαν ὅτι βλέπουν φάντασμα.
38. Ἀλλ᾽ αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Γιατί εἶσθε ταραγμένοι καὶ γιατί ἀνεβαίνουν σκέψεις στὶς καρδιές σας;
39. Ἰδέτε τὰ χέρια μου καὶ τὰ πόδια μου· εἶμαι ἐγὼ ὁ ἴδιος· ψηλαφίστε με καὶ ἰδέτε· ἕνα φάντασμα δὲν ἔχει σάρκα καὶ ὀστᾶ, ὅπως βλέπετε νὰ ἔχω ἐγώ».
40. Καὶ ὅταν εἶπε αὐτό, τοὺς ἔδειξε τὰ χέρια του καὶ τὰ πόδια του.
41. Ἐπειδὴ ἀπὸ τὴν χαράν τους ἀκόμη δὲν ἐπίστευαν καὶ ἦσαν κατάπληκτοι τοὺς εἶπε, «Ἔχετε τίποτε φαγώσιμον ἐδῶ;».