38. Ἐπάνω ἀπὸ τὴν κεφαλήν του ὑπῆρχε καὶ ἐπιγραφὴ γραμμένη μὲ γράμματα Ἑλληνικά, Ρωμαϊκὰ καὶ Ἑβραϊκά: «Αὐτὸς εἶναι ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων».
39. Ἕνας ἀπὸ τοὺς κρεμασμένους κακούργους τὸν ἐβλασφημοῦσε καὶ ἔλεγε, «Ἐὰν ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστός, σῶσε τὸν ἑαυτόν σου καὶ ἐμᾶς».
40. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἄλλος, τὸν ἐπέπληξε καὶ τοῦ εἶπε, «Δὲν φοβᾶσαι οὔτε τὸν Θεόν, ἀφοῦ καὶ σὺ βρίσκεσαι στὴν ἴδια καταδίκη;
41. Καὶ ἐμεῖς μὲν δικαίως, διότι ἀπολαμβάνομεν ἄξια ἐκείνων ποὺ ἐκάναμε, ἐνῷ αὐτὸς δὲν ἔκανε κανένα κακόν».
42. Καὶ εἶπε εἰς τὸν Ἰησοῦν, «Μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθῃς εἰς τὴν βασιλείαν σου».
43. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Ἀλήθεια σοῦ λέγω, σήμερα θὰ εἶσαι μαζί μου εἰς τὸν παράδεισον».
44. Ἦτο ἤδη περίπου ἕκτη ὥρα καὶ ἔγινε σκοτάδι εἰς ὅλην τὴν γῆν ἕως τὴν ἐνάτην ὥραν,
45. καὶ ὁ ἥλιος δὲν ἐφαίνετο καὶ ἐσχίσθηκε τὸ παραπέτασμα τοῦ ναοῦ εἰς τὸ μέσον.
46. Τότε ὁ Ἰησοῦς ἐφώναξε μὲ δυνατὴν φωνὴν καὶ εἶπε, «Πατέρα, εἰς τὰ χέρια σου παραδίδω τὸ πνεῦμά μου». Καὶ ὅταν εἶπε αὐτό, ἐξέπνευσε.
47. Ὅταν ὁ ἑκατόνταρχος εἶδε τί ἔγινε, ἐδόξασε τὸν Θεὸν καὶ εἶπε, «Πραγματικὰ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦτο ἀθῶος».
48. Καὶ ὅλος ὁ κόσμος ποὺ εἶχε ἔλθει διὰ νὰ ἰδῇ τὸ θέαμα αὐτό, ὅταν εἶδε ὅσα συνέβησαν, ἐπέστρεφαν καὶ κτυποῦσαν τὰ στήθη τους.
49. Ὅλοι οἱ γνωστοί του καὶ αἱ γυναῖκες ποὺ τὸν εἶχαν ἀκολουθήσει ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν ἐστέκοντο καὶ ἔβλεπαν αὐτὰ ἀπὸ μακρυά.
50. Ὑπῆρχε κάποιος, ὀνομαζόμενος Ἰωσήφ, βουλευτὴς καὶ ἄνθρωπος ἀγαθὸς καὶ δίκαιος,
51. ὁ ὁποῖος δὲν ἦτο σύμφωνος μὲ τὴν ἀπόφασιν καὶ τὴν πρᾶξιν τους. Ἦτο ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαίαν, πόλιν τῆς Ἰουδαίας, καὶ ἐπερίμενε καὶ αὐτὸς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
52. Αὐτὸς ἦλθε εἰς τὸν Πιλᾶτον καὶ ἐζήτησε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ,