24. Καὶ ὁ Πιλᾶτος ἀπεφάσισε νὰ γίνῃ τὸ αἴτημά τους.
25. Ἀπέλυσε πρὸς χάριν τους τὸν Βαραββᾶν ποὺ ἐζητοῦσαν καὶ ὁ ὁποῖος ἦτο φυλακισμένος διὰ στάσιν καὶ φόνον, τὸν δὲ Ἰησοῦν παρέδωκε εἰς τὴν διάθεσίν τους.
26. Καὶ καθὼς τὸν ἐπήγαιναν, ἔπιασαν κάποιον Σίμωνα Κυρηναῖον, ὁ ὁποῖος ἐρχότανε ἀπὸ τὴν ὕπαιθρον καὶ ἔβαλαν ἐπάνω του τὸν σταυρὸν διὰ νὰ τὸν βαστάζῃ ὀπίσω ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν.
27. Τὸν ἀκολουθοῦσε δὲ πολὺς κόσμος καὶ γυναῖκες, ποὺ ἐκτυποῦσαν τὰ στήθη τους καὶ τὸν ἐθρηνολογοῦσαν.
28. Ὁ Ἰησοῦς ἐστράφη πρὸς αὐτὰς καὶ εἶπε, «Θυγατέρες τῆς Ἱερουσαλήμ, μὴ κλαῖτε γιὰ μένα, νὰ κλαῖτε μᾶλλον γιὰ τὸν ἑαυτόν σας καὶ γιὰ τὰ παιδιά σας.
29. Διότι θὰ ἔλθουν ἡμέρες ποὺ θὰ λέγουν, «Εὐτυχεῖς οἱ στεῖρες καὶ οἱ κοιλιές, ποὺ δὲν ἐγέννησαν, καὶ μαστοί, ποὺ δὲν ἐθήλασαν».
30. Τότε θὰ ἀρχίσουν νὰ λέγουν εἰς τὰ βουνά, «Πέστε ἐπάνω μας», καὶ εἰς τοὺς λόφους, «Σκεπάστε μας»,
31. διότι ἐὰν κάνουν αὐτὰ εἰς τὸ χλωρὸν δένδρον, τί θὰ συμβῇ εἰς τὸ ξερό;».
32. Ὡδηγοῦντο καὶ δύο κακοῦργοι, διὰ νὰ θανατωθοῦν μαζί του.
33. Καὶ ὅταν ἦλθαν εἰς τὸν τόπον ποὺ ὠνομάζετο Κρανίον, ἐκεῖ ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους, τὸν ἕνα εἰς τὰ δεξιά, καὶ τὸν ἄλλον εἰς τὰ ἀριστερά.
34. Ὁ Ἰησοῦς ἔλεγε, «Πατέρα, συγχώρησέ τους, διότι δὲν ξέρουν τί κάνουν». Ὅταν δὲ ἐμοίραζαν τὰ ἐνδύματά του, ἔρριξαν κλήρους.
35. Ὁ δὲ λαὸς ἐστεκότανε καὶ ἔβλεπε. Τὸν περιέπαιζαν δὲ μαζὶ μὲ αὐτοὺς καὶ οἱ ἄρχοντες καὶ ἔλεγαν, «Ἄλλους ἔσωσε, ἂς σώσῃ τὸν ἑαυτόν του, ἐὰν αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ Θεοῦ».
36. Τὸν εἰρωνεύοντο δὲ καὶ οἱ στρατιῶται, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐπλησίαζαν καὶ τοῦ προσέφεραν ξύδι
37. καὶ ἔλεγαν, «Ἐὰν εἶσαι ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων, σῶσε τὸν ἑαυτόν σου».
38. Ἐπάνω ἀπὸ τὴν κεφαλήν του ὑπῆρχε καὶ ἐπιγραφὴ γραμμένη μὲ γράμματα Ἑλληνικά, Ρωμαϊκὰ καὶ Ἑβραϊκά: «Αὐτὸς εἶναι ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων».
39. Ἕνας ἀπὸ τοὺς κρεμασμένους κακούργους τὸν ἐβλασφημοῦσε καὶ ἔλεγε, «Ἐὰν ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστός, σῶσε τὸν ἑαυτόν σου καὶ ἐμᾶς».
40. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἄλλος, τὸν ἐπέπληξε καὶ τοῦ εἶπε, «Δὲν φοβᾶσαι οὔτε τὸν Θεόν, ἀφοῦ καὶ σὺ βρίσκεσαι στὴν ἴδια καταδίκη;
41. Καὶ ἐμεῖς μὲν δικαίως, διότι ἀπολαμβάνομεν ἄξια ἐκείνων ποὺ ἐκάναμε, ἐνῷ αὐτὸς δὲν ἔκανε κανένα κακόν».