12. Τὴν ἡμέραν αὐτὴν ὁ Ἡρώδης καὶ ὁ Πιλᾶτος ἔγιναν φίλοι μεταξύ τους· προηγουμένως ἦσαν εἰς ἔχθραν.
13. Ὁ Πιλᾶτος συνεκάλεσε τοὺς ἀρχιερεῖς, τοὺς ἄρχοντας καὶ τὸν λαόν,
14. καὶ τοὺς εἶπε, «Μοῦ ἐφέρατε τὸν ἄνθρωπον αὐτὸν σὰν ταραξίαν τοῦ λαοῦ ἀλλὰ ἐγώ, ἀφοῦ τὸν ἀνέκρινα ἐνώπιόν σας, δὲν εὑρῆκα εἰς αὐτὸν τίποτε ἀπὸ ὅσα τὸν κατηγορεῖτε.
15. Ἀλλ᾽ οὔτε καὶ ὁ Ἡρώδης, διὸτι τὸν παρέπεμψε σ᾽ ἐμᾶς. Δὲν ἔχει κάνει τίποτε ἄξιον θανάτου.
16. Ἀφοῦ λοιπὸν τὸν τιμωρήσω, θὰ τὸν ἀφήσω ἐλεύθερον».
17. [Εἶχε ὑποχρέωσιν νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ ἕνα κατὰ τὴν ἑορτήν].