20. Ἐκαιροφυλακτοῦσαν λοιπὸν καὶ ἔστειλαν κατασκόπους οἱ ὁποῖοι ὑπεκρίνοντο τοὺς εὐσεβεῖς, διὰ νὰ βροῦν κάποιον λόγον του γιὰ πρόσχημα ὥστε νὰ τὸν παραδώσουν εἰς τὴν ἀρχὴν καὶ τὴν ἐξουσίαν τοῦ ἡγεμόνος.
21. Καὶ τὸν ἐρώτησαν, «Διδάσκαλε, γνωρίζομεν ὅτι ὅσα λέγεις καὶ διδάσκεις εἶναι ὀρθὰ καὶ δὲν λαβαίνεις ὑπ᾽ ὄψιν σου πρόσωπον ἀνθρώπου ἀλλὰ διδάσκεις ἀληθινὰ τὸν δρόμον τοῦ Θεοῦ.
22. Μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ δίνωμεν φόρον εἰς τὸν Καίσαρα ἢ ὄχι;».
23. Αὐτὸς ἀντελήφθη τὴν πονηρίαν τους καὶ τοὺς εἶπε, «Διατί μὲ πειράζετε;
24. Δείξατέ μου ἕνα δηνάριον. Τίνος εἰκόνα καὶ ἐπιγραφὴν ἔχει;». Ἐκεῖνοι ἀπεκρίθησαν, «Τοῦ Καίσαρος».
25. Τότε αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Δῶστε λοιπὸν εἰς τὸν Καίσαρα ὅσα ὀφείλονται εἰς τὸν Καίσαρα καὶ εἰς τὸν Θεὸν ὅσα ὀφείλονται εἰς τὸν Θεόν».
26. Καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν ἐνοχοποιήσουν ἀπὸ τὰ λόγια του ἐμπρὸς εἰς τὸν λαόν· ἐθαύμασαν διὰ τὴν ἀπάντησίν του καὶ ἐσιώπησαν.
27. Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Σαδδουκαίους, οἱ ὁποῖοι λέγουν ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀνάστασις νεκρῶν, τὸν ἐπλησίασαν καὶ τὸν ἐρώτησαν,
28. «Διδάσκαλε, ὁ Μωϋσῆς μᾶς ἄφησε γραπτὴν ἐντολὴν ὅτι ἐὰν ὁ ἀδελφὸς κάποιου ἔχῃ γυναῖκα καὶ πεθάνῃ ἄτεκνος, ὀφείλει ὁ ἀδελφός του νὰ πάρῃ τὴν γυναῖκα καὶ νὰ γεννήσῃ ἀπόγονον τοῦ ἀδελφοῦ του.
29. Ὑπῆρχαν λοιπὸν ἑπτὰ ἀδελφοί. Ὁ πρῶτος ἐπῆρε γυναῖκα καὶ πέθανε ἄτεκνος·
30. ὁ δεύτερος ἐπῆρε τὴν γυναῖκα ἀλλὰ πέθανε καὶ αὐτὸς ἄτεκνος·
31. ἐπίσης τὴν ἐπῆρε ὁ τρίτος, καὶ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ οἱ ἑπτὰ δὲν ἄφησαν παιδιὰ καὶ πέθαναν.