2. καὶ τοῦ εἶπαν, «Πές μας μὲ ποιάν ἐξουσίαν κάνεις αὐτὰ καὶ ποιός σου ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν αὐτήν;».
3. Αὐτὸς τοὺς ἀπεκρίθη, «Θὰ σᾶς κάνω καὶ ἐγὼ μίαν ἐρώτησιν: πέστε μου,
4. τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἦτο ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἢ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους;».
5. Αὐτοὶ συζητοῦσαν μεταξύ τους καὶ ἔλεγαν, «Ἐὰν ποῦμε, «Ἀπὸ τὸν οὐρανόν», θὰ μᾶς πῇ «Γιατί δὲν ἐπιστέψατε σ᾽ αὐτόν;».
6. Ἐὰν ποῦμε, «Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους», ὅλος ὁ λαὸς θὰ μᾶς λιθοβολήσῃ, διότι ἔχει πεισθῆ ὅτι ὁ Ἰωάννης εἶναι προφήτης».
7. Ἀπεκρίθησαν ὅτι δὲν γνωρίζουν ἀπὸ ποῦ.
8. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Οὔτε καὶ ἐγὼ σᾶς λέγω μὲ ποιάν ἐξουσίαν κάνω αὐτά».
9. Ἄρχισε δὲ νὰ λέγῃ εἰς τὸν λαὸν τὴν παραβολὴν αὐτήν: «Κάποιος ἄνθρωπος ἐφύτεψε ἕνα ἀμπέλι, τὸ ἐνοίκιασε εἰς γεωργοὺς καὶ ἔφυγε εἰς ξένην χώραν διὰ πολλὰ χρόνια.