19. Οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐζήτησαν ἐκείνην τὴν ὥραν νὰ βάλουν χέρι ἐπάνω του, διότι ἐκατάλαβαν ὅτι τὴν παραβολὴν τὴν εἶπε γι᾽ αὐτούς, ἀλλὰ ἐφοβοῦντο τὸν λαόν.
20. Ἐκαιροφυλακτοῦσαν λοιπὸν καὶ ἔστειλαν κατασκόπους οἱ ὁποῖοι ὑπεκρίνοντο τοὺς εὐσεβεῖς, διὰ νὰ βροῦν κάποιον λόγον του γιὰ πρόσχημα ὥστε νὰ τὸν παραδώσουν εἰς τὴν ἀρχὴν καὶ τὴν ἐξουσίαν τοῦ ἡγεμόνος.
21. Καὶ τὸν ἐρώτησαν, «Διδάσκαλε, γνωρίζομεν ὅτι ὅσα λέγεις καὶ διδάσκεις εἶναι ὀρθὰ καὶ δὲν λαβαίνεις ὑπ᾽ ὄψιν σου πρόσωπον ἀνθρώπου ἀλλὰ διδάσκεις ἀληθινὰ τὸν δρόμον τοῦ Θεοῦ.
22. Μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ δίνωμεν φόρον εἰς τὸν Καίσαρα ἢ ὄχι;».
23. Αὐτὸς ἀντελήφθη τὴν πονηρίαν τους καὶ τοὺς εἶπε, «Διατί μὲ πειράζετε;