12. Εἶπε λοιπόν, «Κάποιος ἀπὸ εὐγενῆ καταγωγὴν ἐπῆγε σὲ μακρυνὴ χώρα διὰ νὰ λάβῃ διὰ τὸν ἑαυτόν του βασιλικὴν ἐξουσίαν καὶ ὕστερα νὰ ἐπιστρέψῃ.
13. Ἀφοῦ ἐκάλεσε δέκα δούλους του, τοὺς ἔδωκε δέκα ἑκατοντάδραχμα καὶ τοὺς εἶπε, «Ἐμπορευθῆτε μὲ αὐτὰ ἕως ὅτου ἐπιστρέψω».
14. Ἀλλ᾽ οἱ συμπολῖται του τὸν ἐμισοῦσαν καὶ ἔστειλαν πίσω του πρεσβείαν λέγοντες, «Δὲν θέλομεν νὰ γίνῃ αὐτὸς βασιλεύς μας».
15. Ὅταν ἐπανῆλθε, ἀφοῦ ἔλαβε τὴν βασιλικὴν ἐξουσίαν, εἶπε νὰ κληθοῦν οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς εἶχε δώσει τὰ χρήματα, διὰ νὰ μάθῃ τί εἶχε κερδήσει ὁ καθένας.