4. «Ποιός ἀπὸ σᾶς, ἐὰν ἔχῃ ἑκατὸ πρόβατα καὶ χάσῃ ἕνα ἀπ᾽ αὐτά, δὲν ἀφήνει τὰ ἐνενῆντα ἐννέα εἰς τὴν ἔρημον καὶ πηγαίνει νὰ ἀναζητήσῃ τὸ χαμένο, ἕως ὅτου τὸ βρῇ;
5. Καὶ ἀφοῦ τὸ βρῇ, τὸ βάζει στοὺς ὤμους του καὶ χαίρει,
6. καὶ ὅταν ἔλθῃ στὸ σπίτι του προσκαλεῖ τοὺς φίλους του καὶ τοὺς γείτονας καὶ τοὺς λέγει, «Συγχαρῆτέ με, διότι εὑρῆκα τὸ πρόβατό μου τὸ χαμένο».
7. Σᾶς λέγω, ὅτι ἔτσι γίνεται χαρὰ εἰς τὸν οὐρανὸν γιὰ ἕνα ἁμαρτωλὸν ποὺ μετανοεῖ παρὰ γιὰ ἐνενῆντα ἐννέα δικαίους ποὺ δὲν ἔχουν ἀνάγκην ἀπὸ μετάνοιαν».
8. «Ἤ, ποιά γυναῖκα, ἐὰν ἔχῃ δέκα δραχμὲς καὶ χάσῃ μιὰ δραχμή, δὲν ἀνάβει τὸ λυχνάρι καὶ σαρώνει τὸ σπίτι καὶ ψάχνει μὲ ἐπιμέλειαν, ὥσπου νὰ τὴν βρῇ;
9. Καὶ ὅταν τὴν βρῇ, προσκαλεῖ τὶς φίλες καὶ γειτόνισσές της καὶ λέγει, «Συγχαρῆτέ με, διότι εὑρῆκα τὴν δραχμὴ ποὺ ἔχασα».