28. Αὐτὸς ὅμως ἐθύμωσε καὶ δὲν ἤθελε νὰ μπῇ. Ὁ πατέρας του ἐβγῆκε ἔξω καὶ τὸν παρακαλοῦσε,
29. ἀλλ᾽ αὐτὸς ἀπεκρίθη εἰς τὸν πατέρα του, «Τόσα χρόνια σὲ δουλεύω καὶ ποτὲ δὲν παρέβηκα ἐντολήν σου, σ᾽ ἐμὲ ὅμως ποτὲ δὲν ἔδωκες οὔτε ἕνα κατσίκι, διὰ νὰ διασκεδάσω μὲ τοὺς φίλους μου.
30. Ὅταν ὅμως ἦλθε ὁ υἱός σου αὐτός, ποὺ κατέφαγε τὴν περιουσίαν σου μὲ πόρνες, ἔσφαξες γι᾽ αὐτὸν τὸ θρεμμένο μοσχάρι».
31. Ὁ πατέρας τοῦ εἶπε, «Παιδί μου, σὺ εἶσαι πάντοτε μαζί μου καὶ ὅ,τι ἔχω εἶναι δικό σου.
32. Ἔπρεπε νὰ εὐφρανθοῦμε καὶ νὰ χαροῦμε διότι ὁ ἀδελφός σου αὐτὸς ἤτανε νεκρὸς καὶ ἀνέζησε· χαμένος ἤτανε καὶ εὑρέθηκε».