11. Εἶπε ἐπίσης: «Κάποιος ἄνθρωπος εἶχε δύο υἱούς.
12. Καὶ ὁ νεώτερος ἀπ᾽ αὐτοὺς εἶπε εἰς τὸν πατέρα του, «Πατέρα, δός μου τὸ μερίδιον τῆς περιουσίας ποὺ ἀναλογεῖ σ᾽ ἐμέ». Καὶ ἐμοίρασε εἰς αὐτοὺς τὴν περιουσίαν.
13. Καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες ὁ νεώτερος υἱὸς ἐμάζεψε ὅλα καὶ ἐταξίδεψε σὲ μακρυνὴ χώρα καὶ ἐκεῖ ἐσπατάλησε τὴν περιουσίαν του ζῶν βίον ἄσωτον.
14. Ὅταν ἐξώδεψε ὅ,τι εἶχε, ἔγινε μεγάλη πεῖνα εἰς τὴν χώραν ἐκείνην καὶ αὐτὸς ἄρχισε νὰ στερῆται.
15. Καὶ ἐπῆγε καὶ προσκολλήθηκε εἰς ἕναν ἀπὸ τοὺς πολίτας τῆς χώρας ἐκείνης ὁ ὁποῖος τὸν ἔστειλε εἰς τὰ χωράφια του νὰ βόσκῃ χοίρους.
16. Καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ γεμίσῃ τὴν κοιλιά του ἀπὸ τὰ ξυλοκέρατα ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖροι καὶ κανεὶς δὲν τοῦ ἔδινε τίποτε.
17. Τότε συνῆλθε εἰς τὸν ἑαυτόν του καὶ εἶπε, «Πόσοι μισθωτοὶ ἐργάται τοῦ πατέρα μου ἔχουν ἀρκετὴν τροφὴν καὶ τοὺς περισσεύει, ἐνῷ ἐγὼ χάνομαι ἀπὸ τὴν πεῖνα!