1. Ἕνα Σάββατον ἦλθε εἰς τὸ σπίτι ἑνὸς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας τῶν Φαρισαίων διὰ νὰ φάγῃ, καὶ αὐτοὶ τὸν ἐπρόσεχαν.
2. Ἐκεῖ μπροστά του ἦτο ἕνας ποὺ ἔπασχε ἀπὸ ὑδρωπικίαν.
3. Ὁ Ἰησοῦς ἔλαβε τὸν λόγον καὶ εἶπε εἰς τοὺς νομικοὺς καὶ Φαρισαίους, «Ἐπιτρέπεται νὰ γίνωνται θεραπεῖαι τὸ Σάββατον;».
4. Ἀλλ᾽ ἐκεῖνοι ἐσιώπησαν. Τότε τὸν ἔπιασε, τὸν ἐθεράπευσε καὶ τὸν ἄφησε νὰ φύγῃ.
5. Καὶ εἰς ἐκείνους εἶπε, «Ποιός ἀπὸ σᾶς, ἐὰν πέσῃ τὸ παιδί του ἢ τὸ βόδι του εἰς τὸ πηγάδι, δὲν θὰ προσπαθήσῃ νὰ τὸ ἀνασύρῃ ἀμέσως τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου;».
6. Δὲν μπόρεσαν νὰ τοῦ δώσουν εἰς αὐτὸ ἀπάντησιν.
7. Εἶπε δὲ πρὸς τοὺς καλεσμένους μίαν παραβολήν, ἐπειδὴ ἐπρόσεξε πόσον ἀγαποῦσαν τὰς πρωτοκαθεδρίας:
8. «Ὅταν σὲ προσκαλέσῃ κάποιος σὲ γάμους, μὴ καθήσῃς εἰς τὸ τραπέζι εἰς τὴν πρώτην θέσιν, μήπως εἶναι καλεσμένος ἄλλος πιὸ ἐπίσημος ἀπὸ σὲ
9. καὶ ἔλθῃ ἐκεῖνος ποὺ ἐκάλεσε σὲ καὶ αὐτὸν καὶ σοῦ πῇ, «Δῶσε σὲ τοῦτον τὴν θέσιν», καὶ τότε θὰ κινηθῇς μὲ ἐντροπὴν νὰ καταλάβῃς τὴν τελευταίαν θέσιν.
10. Ἀλλ᾽ ὅταν σὲ προσκαλέσῃ πήγαινε νὰ καταλάβῃς τὴν τελευταίαν θέσιν, διὰ νὰ σοῦ πῇ, ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος ποὺ σὲ ἐκάλεσε, «Φίλε, πήγαινε παραπάνω»· τότε θὰ τιμηθῇς μπροστὰ σ᾽ ὅλους ποὺ κάθονται μαζί σου στὸ τραπέζι.
11. Διότι καθένας ποὺ ὑψώνει τὸν ἑαυτόν του, θὰ ταπεινωθῇ, καὶ ἐκεῖνος ποὺ ταπεινώνει τὸν ἑαυτόν του, θὰ ὑψωθῇ».