27. Παρατηρῆστε τὰ κρίνα πῶς αὐξάνουν· δὲν κοπιάζουν οὔτε γνέθουν· καὶ ὅμως σᾶς λέγω, ὅτι οὔτε ὁ Σολομὼν μὲ ὅλην τὴν μεγαλοπρέπειάν του δὲν ἤτανε ντυμένος ὅπως ἕνα ἀπ᾽ αὐτά.
28. Ἐὰν δὲ τὸ χορτάρι τοῦ ἀγροῦ ποὺ σήμερα ὑπάρχει καὶ αὔριον τὸ ρίχνουν εἰς τὸν φοῦρνον, ὁ Θεὸς τὸ ντύνει ἔτσι ὡραῖα, πόσον περισσότερον ἐσᾶς, ὀλιγόπιστοι;
29. Καὶ μὴ ζητᾶτε τί θὰ φᾶτε καὶ τί θὰ πιῆτε καὶ μὴ γίνεσθε ἀνήσυχοι·
30. διότι ὅλα αὐτὰ τὰ ζητοῦν οἱ κοσμικοὶ ἄνθρωποι· ἐνῷ ἐσεῖς ἔχετε Πατέρα ποὺ γνωρίζει ὅτι ἔχετε ἀνάγκην ἀπ᾽ αὐτά,
31. μόνον νὰ ζητᾶτε πρῶτα τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλα αὐτὰ θὰ σᾶς προστεθοῦν.
32. Μὴ φοβᾶσαι σύ, μικρὸν ποίμνιον· διότι ὁ Πατέρας σας εὐαρεστήθηκε νὰ σᾶς δώσῃ τὴν βασιλείαν.
33. Πωλῆστε τὰ ὑπάρχοντά σας καὶ δῶστε ἐλεημοσύνην. Κάνετε διὰ τὸν ἑαυτόν σας βαλάντια ποὺ δὲν παληώνουν, θησαυρὸν ἀνεξάντλητον εἰς τοὺς οὐρανούς, ὅπου κλέπτης δὲν πλησιάζει, οὔτε σκόρος καταστρέφει,
34. διότι ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ἡ καρδιά σας».
35. «Νὰ εἶσθε ἕτοιμοι μὲ τὴν μέση σας ζωσμένη καὶ τὰ λυχνάρια σας ἀναμμένα.