20. Ἐὰν ὅμως ἐγὼ μὲ τὸν δάκτυλον τοῦ Θεοῦ βγάζω τὰ δαιμόνια, ἄρα ἔφθασε σ᾽ ἐσᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
21. Ὅταν ὁ ἰσχυρός, καλὰ ὡπλισμένος, φυλάττῃ τὴν αὐλήν του, τότε καὶ τὰ ὑπάρχοντά του εἶναι σὲ ἀσφάλεια.
22. Ὅταν ὅμως ἕνας ἰσχυρότερος ἀπὸ αὐτὸν ἐπιτεθῇ ἐναντίον του καὶ τὸν νικήσῃ, τότε τοῦ παίρνει τὸν ὁπλισμόν του, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχε πεποίθησιν, καὶ μοιράζει τὰ λάφυρά του.
23. Ὅποιος δὲν εἶναι μαζί μου, εἶναι ἐναντίον μου καὶ ὅποιος δὲν μαζεύει μαζί μου, σκορπίζει».
24. «Ὅταν τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα βγῇ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, περνᾶ ἀπὸ ξεροὺς τόπους καὶ ζητᾶ ἀνάπαυσιν καὶ ἐπειδὴ δὲν βρίσκει, λέγει, «Θὰ ἐπιστρέψω εἰς τὸ σπίτι μου, ἀπὸ ὅπου ἐβγῆκα».
25. Ὅταν ἔλθῃ, βρίσκει τὸ σπίτι σκουπισμένο καὶ στολισμένο.