15. Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς εἶπαν, «Διὰ τοῦ Βεελζεβούλ, τοῦ ἄρχοντος τῶν δαιμονίων, βγάζει τὰ δαιμόνια».
16. Ἄλλοι δέ, μὲ σκοπὸν νὰ τὸν δοκιμάσουν, τοῦ ζητοῦσαν ἕνα σημεῖον ἀπὸ τὸν οὐρανόν.
17. Ἀλλ᾽ αὐτὸς ἤξερε τὰς σκέψεις των καὶ τοὺς εἶπε, «Κάθε βασίλειον ὅταν χωρίζεται εἰς ἀντιμαχόμενα μέρη ἐξαφανίζεται, καὶ κάθε σπίτι χωρισμένον, πέφτει.
18. Ἐὰν καὶ ὁ Σατανᾶς ἐχωρίσθηκε σὲ μερίδες, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ σταθῇ τὸ βασίλειόν του; Διότι λέτε ὅτι διὰ τοῦ Βεελζεβοὺλ βγάζω τὰ δαιμόνια.
19. Ἐὰν ἐγὼ διὰ τοῦ Βεελζεβοὺλ βγάζω τὰ δαιμόνια, οἱ δικοί σας διὰ τίνος τὰ βγάζουν; Διὰ τοῦτο αὐτοὶ θὰ γίνουν κριταί σας.
20. Ἐὰν ὅμως ἐγὼ μὲ τὸν δάκτυλον τοῦ Θεοῦ βγάζω τὰ δαιμόνια, ἄρα ἔφθασε σ᾽ ἐσᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
21. Ὅταν ὁ ἰσχυρός, καλὰ ὡπλισμένος, φυλάττῃ τὴν αὐλήν του, τότε καὶ τὰ ὑπάρχοντά του εἶναι σὲ ἀσφάλεια.
22. Ὅταν ὅμως ἕνας ἰσχυρότερος ἀπὸ αὐτὸν ἐπιτεθῇ ἐναντίον του καὶ τὸν νικήσῃ, τότε τοῦ παίρνει τὸν ὁπλισμόν του, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχε πεποίθησιν, καὶ μοιράζει τὰ λάφυρά του.
23. Ὅποιος δὲν εἶναι μαζί μου, εἶναι ἐναντίον μου καὶ ὅποιος δὲν μαζεύει μαζί μου, σκορπίζει».
24. «Ὅταν τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα βγῇ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, περνᾶ ἀπὸ ξεροὺς τόπους καὶ ζητᾶ ἀνάπαυσιν καὶ ἐπειδὴ δὲν βρίσκει, λέγει, «Θὰ ἐπιστρέψω εἰς τὸ σπίτι μου, ἀπὸ ὅπου ἐβγῆκα».
25. Ὅταν ἔλθῃ, βρίσκει τὸ σπίτι σκουπισμένο καὶ στολισμένο.
26. Τότε πηγαίνει καὶ παίρνει μαζί του ἄλλα ἑπτὰ πνεύματα, πονηρότερα ἀπὸ αὐτό, καὶ μπαίνουν καὶ κατοικοῦν ἐκεῖ· καὶ γίνεται ἡ τελευταία κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χειρότερη ἀπὸ τὴν πρώτην».
27. Ἐνῷ ἔλεγε αὐτά, κάποια γυναῖκα ἀπὸ τὸν κόσμον ἐφώναξε καὶ τοῦ εἶπε, «Μακαρία ἡ κοιλιὰ ποὺ σ᾽ ἐβάσταξε καὶ οἱ μαστοὶ ποὺ ἐθήλασες».
28. Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Μακάριοι μᾶλλον εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀκούουν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν φυλάττουν».
29. Ἐνῷ ὁ κόσμος ἐπύκνωνε, ἄρχισε νὰ λέγῃ, «Ἡ γενεὰ αὐτὴ εἶναι γενεὰ πονηρή· σημεῖον ζητεῖ, ἀλλὰ σημεῖον δὲν θὰ τῆς δοθῇ παρὰ τὸ σημεῖον τοῦ Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου.