61. Καὶ αὐτοὶ τῆς εἶπαν, «Δὲν εἶναι κανεὶς ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς σου ποὺ νὰ ἔχῃ τὸ ὄνομα αὐτό».
62. Μὲ νεύματα δὲ ἐρωτοῦσαν τὸν πατέρα του πῶς ἤθελε αὐτὸς νὰ τὸ ὀνομάσουν.
63. Καὶ αὐτὸς ἐζήτησε μικρὴ πλάκα καὶ ἔγραψε τὰ ἑξῆς: «Ἰωάννης εἶναι τὸ ὄνομά του». Καὶ ἐξεπλάγησαν ὅλοι.
64. Ἄνοιξε δὲ ἀμέσως τὸ στόμα του καὶ ἡ γλῶσσά του καὶ εὐλογοῦσε τὸν Θεόν.
65. Καὶ κατέλαβε φόβος ὅλους, ὅσοι κατοικοῦσαν γύρω, καὶ τὰ γεγονότα αὐτὰ διεδίδοντο εἰς ὅλην τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν τῆς Ἰουδαίας.
66. Καὶ ὅλοι, ὅσοι τὰ ἄκουσαν, τὰ ἔβαλαν εἰς τὴν καρδιά τους καὶ ἔλεγαν, «Τί ἆραγε θὰ γίνῃ τὸ παιδὶ αὐτό;». Καὶ πραγματικὰ τὸ χέρι τοῦ Κυρίου ἦτο μαζί του.