53. ἀνθρώπους ποὺ ἐπεινοῦσαν τοὺς ἐγέμισε μὲ ἀγαθά, καὶ ἀνθρώπους πλουσίους τοὺς ἔδιωξε ἀδειανούς.
54. Ἐβοήθησε τὸν δοῦλόν του Ἰσραὴλ ἐνθυμούμενος,
55. ὅπως εἶχε ὑποσχεθῇ εἰς τοὺς πατέρας μας, νὰ δείξῃ ἔλεος εἰς τὸν Ἀβραὰμ καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους του αἰωνίως».
56. Ἔμεινε δὲ ἡ Μαριὰμ πλησίον της περίπου τρεῖς μῆνες καὶ ὕστερα ἐπέστρεψε εἰς τὸ σπίτι της.
57. Καὶ ἦλθε ὁ καιρὸς τῆς Ἐλισάβετ νὰ γεννήσῃ, καὶ ἐγέννησε υἱόν.
58. Καὶ ἄκουσαν οἱ γείτονες καὶ οἱ συγγενεῖς της ὅτι ὁ Κύριος ἔδειξε πολὺ ἔλεος εἰς αὐτὴν καὶ τὴν συνέχαιραν.
59. Τὴν ὀγδόην ἡμέραν ἦλθαν διὰ νὰ ἐκτελέσουν τὴν περιτομὴν τοῦ παιδιοῦ καὶ ἤθελαν νὰ τὸ ὀνομάσουν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα του, Ζαχαρίαν.
60. Ἀλλ᾽ ἡ μητέρα του εἶπε, «Ὄχι, θὰ ὀνομασθῇ Ἰωάννης».
61. Καὶ αὐτοὶ τῆς εἶπαν, «Δὲν εἶναι κανεὶς ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς σου ποὺ νὰ ἔχῃ τὸ ὄνομα αὐτό».
62. Μὲ νεύματα δὲ ἐρωτοῦσαν τὸν πατέρα του πῶς ἤθελε αὐτὸς νὰ τὸ ὀνομάσουν.
63. Καὶ αὐτὸς ἐζήτησε μικρὴ πλάκα καὶ ἔγραψε τὰ ἑξῆς: «Ἰωάννης εἶναι τὸ ὄνομά του». Καὶ ἐξεπλάγησαν ὅλοι.